Η στέβια θεωρείται από πολλούς η «ζάχαρη του μέλλοντος», αφού αποτελεί την πιο υγιεινή εναλλακτική λύση, προκειμένου να απολαύσει κανείς τη γλυκιά γεύση χωρίς περιττές θερμίδες.
Με βάση τη θετική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA, 2010) πως τα γλυκαντικά που προέρχονται από το φυτό στέβια είναι ασφαλή για κατανάλωση από όλες τις ομάδες του πληθυσμού, η Ευρωπαϊκή Ένωση στις 14 Νοεμβρίου του 2011 ενέκρινε τη χρήση του φυσικού γλυκαντικού σε τρόφιμα και ροφήματα.
Η στέβια (Stevia rebaudiana) είναι ένα μικρό φυτό, συγγενικό με διάφορα βότανα και άνθη, όπως το χαμομήλι, το εστραγκόν, το αντίδι, το μαρούλι, η μαργαρίτα, ο ηλίανθος και τα χρυσάνθεμα. Τα φύλλα της στέβια έχουν γλυκιά γεύση και χρησιμοποιούνται και απευθείας σε τρόφιμα και ροφήματα από κάποιους λαούς της Νότιας Αμερικής.
Ωστόσο, με μια ήπια επεξεργασία που θυμίζει την εκχύλιση της βανίλιας, λαμβάνονται τα πιο γλυκά συστατικά που περιέχουν. Αυτά τα συστατικά απομονώνονται και καθαρίζονται, δίνοντας τελικά τη φυσική γλυκαντική ύλη στέβια που είναι 200 φορές γλυκύτερη από την κοινή επιτραπέζια ζάχαρη.
Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τα φύλλα του φυτού σε σκόνη για να δώσουν γλυκιά γεύση σε ποτά ήταν η φυλή των Γκουαράνι της Παραγουάης. Σε κάποιες περιοχές, όπως η Νότιος Αμερική, το φυτό αναπτύσσεται, συλλέγεται και χρησιμοποιείται ως γλυκαντική ουσία εδώ και δύο αιώνες.
Πλεονεκτήματα της στέβια:
– Δεν έχει θερμίδες: τα γλυκαντικά μηδενικής θερμιδικής αξίας, όπως αυτά που έχουν ως βάση τη στέβια, μπορούν να θεωρηθούν «όπλα» που δημιουργήθηκαν για τη σωστή διαχείριση του σωματικού βάρους.
– Τα γλυκαντικά με βάση τη στέβια είναι κατάλληλα και για διαβητικούς, καθώς η κατανάλωσή τους δεν επηρεάζει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα.
– Πρόκειται για 100% φυσικό προϊόν, το οποίο μπορεί να υποκαταστήσει ή να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τη ζάχαρη και τις άλλες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, επιτρέποντας και στους πιο «παραδοσιακούς» να απολαμβάνουν τη γλυκιά γεύση χωρίς επιπρόσθετες θερμίδες.
– Η στέβια είναι ασφαλής, γεγονός που μαρτυρούν όχι μόνο οι επιστημονικές μελέτες και οι διεθνείς οργανισμοί (FDA, JECFA, EFSA), αλλά και η μακρά ιστορία χρήσης σε πολλές χώρες όπως η Ιαπωνία και η Παραγουάη.
Πηγή: nutrimed