Η ποιότητα ζωής επηρεάζει την εξέλιξη του καρκίνου
Τα συναισθήματα που βιώνουν οι πάσχοντες από καρκίνο του πνεύμονα την εποχή της διάγνωσης μπορεί να συνδέεται με το πόσο θα ζήσουν, περιλαμβανομένων ακόμη και αντικειμενικών παραμέτρων της ασθένειας, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη.
Ερευνητές, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους στην Επιθεώρηση της Κλινικής Ογκολογίας, διαπίστωσαν ότι νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, οι οποίοι χαρακτήριζαν την ποιότητα ζωής τους καλή ζούσαν περισσότερα χρόνια με την ασθένεια (σχεδόν έξι χρόνια) σε αντίθεση με εκείνους που χαρακτήριζαν την ποιότητα ζωής τους κακή οι οποίοι ζούσαν λιγότερο από δύο χρόνια.
Αντικειμενικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το στάδιο και η επιθετικότητα του καρκίνου και άλλοι παράγοντες υγείας δεν εξηγούν πλήρως το φαινόμενο, σύμφωνα με την ομάδα των επιστημόνων με επικεφαλής τον Τζεφ Σλόαν, καθηγητή Ογκολογίας και Βιοστατιστικής στην κλινική Mayo στο Ρότσεστερ της Μινεσότας. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν αξιολογώντας την ποιότητα ζωής των καρκινοπαθών μπορεί ουσιαστικά να αυξήσει κάποιος τον χρόνο επιβίωσής τους.
Οι αιματολογικές και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις είναι ένας τρόπος να διαπιστώσει κάποιος την κατάσταση ενός ασθενή, αλλά οι γιατροί γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι δύο ασθενείς μπορεί να δίνουν την ίδια εικόνα σε ό,τι αφορά τα αντικειμενικά κριτήρια που συνδέονται με τον καρκίνο, αλλά να έχουν διαφορετική εξέλιξη.
Αρκετές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η ποιότητα ζωής επηρεάζει την εξέλιξη της νόσου στους καρκινοπαθείς, είπε ο Σλόαν και πρόσθεσε ότι οι γιατροί στην κλινική Mayo ξεκίνησαν συστηματικά να αξιολογούν την ποιότητα ζωής των καρκινοπαθών.
Στην έρευνα συμμετείχαν 2.442 ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία για καρκίνο του πνεύμονα στην Mayo σε ένα διάστημα 11 ετών. Περίπου την εποχή που διαγνώστηκαν, οι ασθενείς βαθμολόγησαν την συνολική ποιότητα της ζωής τους σε μια κλίμακα από το 0 ως το 100. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 21% είχε “έλλειμμα” στην ποιότητα ζωής του ή την βαθμολογούσε με 50 και κάτω. Οι ασθενείς αυτοί επιβίωναν για πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα: 1,6 χρόνια κατά μέσο όρο σε σχέση με 5,6 χρόνια για την ομάδα με την μεγαλύτερη ποιότητα ζωής περίπου την εποχή της διάγνωσης.
Υπήρχαν και άλλες διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων. Οι ασθενείς με χειρότερη ποιότητα ζωής ήταν πιθανότερο να είναι άνδρες, καπνιστές και να πάσχουν από καρκίνο σε πιο προχωρημένο στάδιο. Αλλά ακόμη κι όταν η ομάδα του Σλόαν έλαβε υπόψη αυτές τις διαφορές, η ποιότητα ζωής παρέμενε δείκτης πρόγνωσης της επιβίωσης των ασθενών με συνολικά το ποσοστό θνησιμότητας στη διάρκεια της έρευνας να είναι 55% υψηλότερο μεταξύ των ασθενών που περιέγραφαν ως κακή την ποιότητα ζωής τους.
Ο Σλόαν είπε ότι ανάλογα με το τι συνδέεται η ποιότητα ζωής, υπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Αν η πηγή του προβλήματος είναι η κατάθλιψη ή η κόπωση, η φαρμακευτική αγωγή ή κάποιου άλλου είδους θεραπεία μπορούν να βοηθήσουν, ή αν οι ασθενείς αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, κάποια κυβερνητικά προγράμματα ή μη κυβερνητικές οργανώσεις μπορούν να βοηθήσουν.
Επίσης, η “ποιότητα” μπορεί να εξαρτάται και από άλλους παράγοντες πλην της προσωπικής ζωής του ασθενούς. Η ομάδα του Σλόαν εντόπισε πολλούς συγκεκριμένους τύπους γονιδίων που συνδέονται με την ποιότητα ζωής ανάμεσα σε 1.299 ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα. Τρεις παραλλαγές ενός γονιδίου που θεωρείται ότι εμπλέκονται στην επιδιόρθωση του DNA συνδέονται με την μεγαλύτερη πιθανότητα να χαρακτηρίσει κάποιος κακή την ποιότητα ζωής του. Παραλλαγές σε άλλα γονίδια που συνδέονται με τον μεταβολισμό και τον πόνο έχουν σχέση με τον μεγαλύτερο ή μικρότερο κίνδυνο για κόπωση ή αίσθηση πόνου.
πηγη
http://news.pathfinder.gr/