Οδεύοντας προς τα Χριστούγεννα…. “Τα Χριστούγεννα του φτωχοΈλληνα”…
«…επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους..όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς…», (Δ. Σολωμός)….
«Τα Χριστούγεννα είναι τα φώτα τους…Φέτος είναι λίγα. Κι άργησαν. Τα μπαλκόνια στέκουνε βουβά, χωρίς σφυγμό, τι να μαντέψεις; Χωρίς δέντρα. Με μαδημένες γλάστρες του Δεκέμβρη. Πολλές αναχωρήσεις, παλικάρια, γέροντες, μεσήλικοι, θα πεταρίζουν ολοχείμωνα χλωμές φωτίτσες να συντροφεύουν και να παρηγορούν. Να σχίζουν τη σκιά….», γράφει ο Ν. Γ. Ξυδάκης στην προχθεσινή Καθημερινή…
Μια αδήριτη αλήθεια, λοιπόν…Η σκληρή αλήθεια της νεόπτωχης Ελλάδας, του φτωχοΈλληνα. Η φτώχεια, η στέρηση, η ανέχεια, έκδηλη παντού στις μέρες μας…Διαβάζω τίτλους εφημερίδων: «Η φτώχεια χτυπά όλο και περισσότερους στην Ελλάδα», «Διατακτικές και δώρα σε άνεργους και άπορους», «Διανομή τροφίμων από…», «Μαύρες γιορτές για πολλούς Έλληνες»», «Συσσίτια για νεόπτωχους»….Αλλά δεν χρειάζονται οι τίτλοι των εφημερίδων για να διαπιστώσεις το κύμα της φτώχειας που χτυπά τη χώρα. Καθημερινά βλέπεις γύρω σου ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους σκουπιδιών, να μαζεύουν τα υπολείμματα των λαϊκών αγορών…Ε, όταν περισσέψουνε οι χρείες χάνεται και η ντροπή, καθώς μας λέει κι ο Σολωμός στη «Γυναίκα της Ζάκυθος: «Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους. Στην αρχή εντρεπόντανε νάβγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες….Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για νάβγουνε. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς…».
Και πόσες, αλήθεια, και σήμερα θειες Αχτίτσες- “Σταχομαζόχτρες” και πόσα παιδάκια σαν τα εγγονάκια της, το Γέρο και την Πατρώνα- πρόσωπα δαρμένα σκληρά από τη μαύρη φτώχεια τους- που μας περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Η σταχομαζώχτρα»:
«Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλούμενην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ὤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δυὸ ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος; […]
(η θεια Αχτίτσα) Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾿ ἐδῶ, κάμποσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾿ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾿ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποσταθμοὶ τοῦ ἐλαίου, κ᾿ ἑμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ὠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της».
…Και καθώς ο λόγος για το μάζεμα των σταχιών, κλείνω τούτο το κείμενο με την πρώτη στροφή από το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Μαζεύω τα πεσμένα στάχια:
«Μαζεύω τα πεσμένα στάχια να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό,τι έμεινε απ᾿ τὸν ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις…».
Γ. Π. Τζ.
http://itzikas.wordpress.com/