Προσέχετε τη διατροφή σας, ασκείστε αλλά παρά την προσπάθεια που κάνετε ο δείκτης της ζυγαριάς δεν λέει να κατέβη; Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι ξέρουν γιατί συμβαίνει αυτό, και φαίνεται να αφορά τις ορμόνες σας και το πόσο καλά τις χειρίζεστε.
από την Λιν ΜακΤάγκαρντ
Αρκετά χρόνια πριν, μια ομάδα Ισπανών γιατρών συγκέντρωσε μια ομάδα 105 υπέρβαρων ανδρών και γυναικών μεταξύ 20 και 30 ετών, και τους έθεσε σε δίαιτα περιορισμένων θερμίδων για οκτώ εβδομάδες. Σε γενικές γραμμές, η δίαιτα ήταν επιτυχής: στα άτομα αυτά η μέση απώλεια βάρους ήταν περίπου 5 τοις εκατό του σωματικού τους βάρους, έτσι ώστε μια μικρή γυναίκα που ζύγιζε 100 κιλά, έχασε περίπου 5 κιλά. Τέσσερις μήνες αργότερα, οι ερευνητές είδαν ξανά τους συμμετέχοντες για να ελέγξουν αν το βάρος τους είχε μείνει στα ίδια επίπεδα.
Εκτός από το γεγονός ότι ένα ποσοστό από τους συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν ανακτήσει το βάρος τους, υπήρχε επίσης μια σημαντική ένδειξη ως προς το γιατί είχαν αυτό το λεγόμενο «φαινόμενο γιο-γιο». Αυτοί οι άνθρωποι παρουσίαζαν ένα συγκεκριμένο σωματικό χαρακτηριστικό: Δεν ήταν απλά το φαγητό που έτρωγαν. Ως επί το πλείστον είχε να κάνει με τις ορμόνες τους.
Παρά το γεγονός ότι σε αυτούς τους συμμετέχοντες οι «θερμοστάτες λιπαρών» είχαν εκτοξευτεί, δυσλειτουργούσαν και δεν πρόσφεραν πλέον στον εγκέφαλο τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τις τροφές (J Clin Endocrinol Metab, 2010; 95: 5037-44).
Αυτό που ανακάλυψαν οι Ισπανοί ερευνητές σε εκείνους που είχαν ξαναπάρει βάρος, ήταν υψηλότερα επίπεδα μιας ορμόνης που ονομάζεται λεπτίνη και χαμηλότερα επίπεδα μιας άλλης ορμόνης που ονομάζεται γκρελίνη, οδηγώντας τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι αυτές οι ορμόνες που σχετίζονται με την όρεξη ίσως διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάκτηση βάρους μετά από δίαιτα.
Οι ορμόνες λεπτίνη και γκρελίνη
Και οι δύο ορμόνες, οι οποίες ανακαλύφθηκαν στη δεκαετία του 1990, είναι παράγοντες που ρυθμίζουν τα επίπεδα όρεξης και λίπους. Η λεπτίνη, η οποία δημιουργείται στο αποθηκευμένο λίπος των κυττάρων μας, είναι στην πραγματικότητα μια πρωτεϊνική ορμόνη που κυκλοφορεί μέσω της ροής του αίματος, μεταφέροντας το μήνυμα στον εγκέφαλο για τα επίπεδα καυσίμων του σώματος και κατά πόσον παρέχεται επαρκές ποσό ενέργειας.
Κάθε φορά που τελειώνετε ένα γεύμα, η λεπτίνη απελευθερώνεται από τα αποθέματα λίπους σας και εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος, φτάνοντας τελικά στον εγκέφαλό σας για να παραδώσει το μήνυμα ότι είστε χορτάτοι, και ότι διαθέτετε ένα ορισμένο ποσό ενέργειας.
Στην πραγματικότητα, αντί για θερμοστάτης, η λεπτίνη θα μπορούσε πιο σωστά να ονομάζεται ρυθμιστής λίπους. Δίνει την πληροφορία στον εγκέφαλο για το αν είστε πεινασμένοι και πόσο λίπος υπάρχει στο σώμα σας, όπως ο μετρητής στο αυτοκίνητό σας, σας επιτρέπει να γνωρίζετε πόση βενζίνη έχει απομείνει στη δεξαμενή.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Λάστιγκ, καθηγητή παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο και εμπειρογνώμονα στην παχυσαρκία, η λεπτίνη είναι η «ορμόνη της πείνας», που δίνει σήμα στον εγκέφαλο όταν χρειάζεται να φάει περισσότερο.
Όταν αυξάνονται τα επίπεδα λεπτίνης, η όρεξή σας μειώνεται σταδιακά και αισθάνεστε πληρότητα. Επίσης αυξάνει ο μεταβολικός ρυθμό σας. Ο εγκέφαλός σας σκέφτεται ότι έχετε αρκετή τροφή και λίπος για να χρησιμοποιήσει ο οργανισμός στις σωματικές του λειτουργίες και αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί τα επίπεδα λεπτίνης να επιστρέψουν στο φυσιολογικό. Σε εκείνο το σημείο, η τροφή χάνει τη γοητεία της και δεν φαίνεται τόσο γευστική, και στέλνεται σήμα ότι έχετε φάει αρκετά.
Η διαδικασία αυτή καθορίζει επίσης το μεταβολισμό του σώματος σε φυσιολογικά επίπεδα, επιτρέποντάς σας να τρώτε φυσιολογικές ποσότητες τροφών, και ανοίγοντας το δρόμο για το σώμα να ανταπεξέλθει σε πολύπλοκες και ενεργοβόρες διαδικασίες, όπως η εφηβεία και η εγκυμοσύνη.
Όταν βρίσκεστε σε δίαιτα απώλεια βάρους, παράγετε φυσικά λιγότερη λεπτίνη στην κυκλοφορία. Κατά συνέπεια, όταν τα επίπεδα της λεπτίνης πέσουν κάτω από ένα ορισμένο ποσό, το μυαλό σας σκέφτεται ότι πεινάτε και ξεκινά μια σειρά από διαδικασίες για να επιτευχθεί η επιστροφή στην ενεργειακή ομοιόσταση (ισορροπία). Μία από τις πιο βασικές δράσεις της είναι η διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου, που είναι το νεύρο που τρέχει από τον εγκέφαλο στην κοιλιά και διέπει την ενέργεια αποθήκευσης, που θα προκαλέσει αύξηση της όρεξής σας.
Κατά τη διάρκεια της δίαιτας, είμαστε συχνά σε κατάσταση ανεπάρκειας λεπτίνης. Σε μια μελέτη μικρής κλίμακας, οι ερευνητές χρησιμοποιώντας σαρωτές λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI) έδειξαν ότι οι παχύσαρκοι εθελοντές που είχαν χάσει το 10 τοις εκατό του σωματικού τους βάρους εμφάνιζαν επίσης αλλαγές στη νευρωνική δραστηριότητα σε όλο τον εγκέφαλο ως απάντηση σε οπτικές ενδείξεις των τροφών, αναφέροντας μια κατάσταση ανεπάρκειας λεπτίνης (J Clin Invest, 2008; 118: 2583 – 91).
Η λεπτίνη ρυθμίζει επίσης το ρυθμό με τον οποίο διασπάται το λίπος. Καθώς αυξάνονται τα επίπεδα λεπτίνης, αυξάνεται και ο ρυθμός του μεταβολισμού του λίπους. Όταν μειώνεται η τροφή άρα και τα επίπεδα λεπτίνης, το ίδιο κάνει και ο μεταβολικός ρυθμός. Αυτό είναι συχνά ο λόγος που όσοι κάνουν δίαιτα φτάνουν μέχρι ένα σημείο όπου μετά δυσκολεύονται να χάσουν βάρος: το σώμα πιστεύει ότι λιμοκτονούν και έτσι μπαίνει σε ένα είδος συναγερμού έκτακτης ανάγκης, επιβραδύνοντας όλες τις φυσιολογικές διεργασίες για να μεγιστοποιήσει την ενέργεια που έχει.
Εκτός από τη λεπτίνη, μια άλλη σημαντική ορμόνη για την ρύθμιση του λίπους είναι η γκρελίνη. Αυτό το πεπτίδιο διεγείρει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης και αυξάνει την ποσότητα του λίπους στο σώμα, εξ ου και το όνομά της: «ghre» είναι ένα ινδοευρωπαϊκό πρόθεμα για τη λέξη «μεγαλώνω», και προφανώς επιλέχθηκε από τους Ιάπωνες ερευνητές της σε σχέση με το ρόλο της ως ένα πεπτίδιο απελευθέρωσης της αυξητικής ορμόνης.
Το αντίθετο της λεπτίνης
Παραγόμενη στα επιθηλιακά κύτταρα του στομάχου, η γκρελίνη είναι το αντίθετο της λεπτίνης: τα επίπεδα αυτής της ορμόνης αυξάνονται πριν από τα γεύματα και μειώνονται μετά τα γεύματα. Η γκρελίνη επηρεάζει έναν υποδοχέα στην υπόφυση -τον αδένα του σώματος που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου κοντά στον υποθάλαμο – που υποδεικνύει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης για να προωθηθεί η ανάπτυξη.
Η γκρελίνη διεγείρει έτσι την απελευθέρωση της αυξητικής ορμόνης ενεργώντας άμεσα στην υπόφυση, αλλά επηρεάζει επίσης διάφορα μέρη του νευρικού συστήματος εντός του υποθαλάμου που σχετίζονται με τον έλεγχο της όρεξης.
Ως εκ τούτου, φαίνεται να εμπλέκεται στη ρύθμιση της ενέργειας στο σώμα. Πράγματι, όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα της γκρελίνης, τόσο πιο πεινασμένοι αισθανόμαστε. Τα επίπεδα γκρελίνης κορυφώνονται πριν από τα γεύματα και πέφτουν κατακόρυφα μετά.
Αν και οι επιστήμονες γνωρίζουν τη χρήση της αυξητικής ορμόνης εδώ και 25 χρόνια, η γκρελίνη ανακαλύφθηκε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και ο φυσιολογικός ρόλος της δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητός. Σε μια μελέτη σε πειραματόζωα στα οποία δόθηκε ενέσιμα γκρελίνη, υπήρξε διέγερση της διατροφικής συμπεριφοράς τους και αύξηση του σωματικού βάρους τους (Nature, 2001; 409: 194-8).
Κατά συνέπεια, αν και γνωρίζουμε ότι η γκρελίνη παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της ανάπτυξης με τη διέγερση της ανάγκης για φαγητό και της απελευθέρωσης της αυξητικής ορμόνης, η ακριβής φύση του ρόλου της εξακολουθεί να είναι άγνωστη.
Σε μία κλινική μελέτη μικρής κλίμακας, οι ερευνητές έδωσαν γκρελίνη με ενδοφλέβια έγχυση σε εννέα υγιείς εθελοντές και τους ζήτησαν να επιλέξουν φαγητό από μπουφέ. Στη συνέχεια, το πείραμα επαναλήφθηκε αλλά, αυτή τη φορά, χορηγήθηκε με ενδοφλέβια έγχυση αλατούχο διάλυμα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εθελοντές κατανάλωναν σαφώς περισσότερη τροφή όταν χορηγήθηκε γκρελίνη ό, τι όταν δόθηκε το αλατούχο διάλυμα, και επίσης εμφάνισαν υψηλότερη βαθμολογία στα τεστ όρεξης (J Clin Endocrinol Metab, 2001; 86: 5992).
Οι επιστήμονες έχουν επίσης παρατηρήσει ότι οι χρόνια παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν πολύ χαμηλότερα επίπεδα γκρελίνης από ό, τι όσοι έχουν κανονικό βάρος. Επιπλέον, τα επίπεδα της γκρελίνης φαίνεται να συνδέονται με κιρκαδικούς ρυθμούς- που εμφανίζουν πρόβλημα στα παχύσαρκα άτομα (Proc Natl Acad Sci υ S Α, 2004; 101: 10434 – 9). Πράγματι, η χρόνια στέρηση ύπνου αυξάνει την παραγωγή γκρελίνης και, ως εκ τούτου, επίσης διεγείρει την όρεξη.
Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει μια λεπτή και ενδεχομένως ακόμη και ανταγωνιστική αλληλεπίδραση μεταξύ γκρελίνης και λεπτίνης στη ρύθμιση της όρεξης που, μέχρι τώρα, δεν καταλαβαίνουμε πλήρως. Για παράδειγμα, στο πείραμα των πειραματόζωων που αναφέρθηκε παραπάνω, η γκρελίνη μπλόκαρε επίσης την μείωση της διατροφικής συμπεριφοράς που επάγεται από τη λεπτίνη (Nature, 2001; 409: 194-8).
Η αντίσταση στη λεπτίνη
Τα υπέρβαρα άτομα, όπως εκείνα στην ισπανική μελέτη που ανέκτησαν το βάρος που είχαν χάσει, έχουν ένα πρόβλημα που αναφέρεται ως «αντίσταση στη λεπτίνη». Παρόμοια με «την αντίσταση στην ινσουλίνη» σε διαβητικούς τύπου 2, όπου το πάγκρεας παράγει μεγάλες ποσότητες ινσουλίνης που το σώμα δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί σωστά, η αντίσταση στη λεπτίνη συμβαίνει όταν τα αυξημένα επίπεδα λεπτίνης δεν αναγνωρίζονται πλέον από τον εγκέφαλο.
Σε αυτό το σενάριο, υπάρχει αυξημένη ποσότητα λεπτίνης και αποθηκευμένου λίπους, αλλά ο εγκέφαλος πιστεύει ότι τα επίπεδα λεπτίνης είναι χαμηλά. Αυτό οδηγεί τον εγκέφαλο να σκεφτεί ότι το σώμα λιμοκτονεί και, έτσι, διεγείρει τις διαδικασίες για να δημιουργήσει ένα αίσθημα πείνας, ανεξάρτητα από το πόσο αποθηκευμένο λίπος υπάρχει. Επιπλέον, η τροφή φαίνεται ακόμα πιο γευστική από ό, τι συνήθως, πράγμα που σημαίνει ότι τρώμε πολύ περισσότερο.
Στην ισπανική μελέτη, η ομάδα των ατόμων που ανέκτησαν βάρος μετά από δίαιτα, είχαν κυκλοφορούντα επίπεδα λεπτίνης που παρέμειναν ψηλότερα από εκείνα των άλλων συμμετεχόντων. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι εκείνοι που είχαν ανακτήσει το βάρος δεν είχαν υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης, γεγονός που υποδηλώνει ότι πρόκειται για αντίσταση στη λεπτίνη, παρά αντίσταση στην ινσουλίνη, που συνεισφέρει στην αύξηση του σωματικού βάρους.
Οι επιστήμονες στην ιατρική σχολή του Χάρβαρντ ανακάλυψαν ότι η αντίσταση στη λεπτίνη σχετίζεται με το ενδοπλασματικό δίκτυο. Σύμφωνα με τον Ίμουτ Όζκαν, ερευνητή στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστόνης, όταν η παραγωγή πρωτεΐνης δεν γίνεται σωστά (μια κατάσταση γνωστή ως στρες του ενδοπλασματικού δικτύου) ο εγκέφαλος δε λαμβάνει το σήμα της λεπτίνης, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της παραγωγής πρωτεϊνών.
Σε παλαιότερες έρευνες, ο Όζκαν διαπίστωσε ότι το στρες του ενδοπλασματικού δικτύου συνδέεται με το διαβήτη τύπου 2 και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Σε μελέτες σε ποντίκια στα οποία δόθηκε μια διατροφή υψηλή σε λιπαρά αναπτύχθηκαν σημάδια στρες του ενδοπλασματικού δικτύου στον υποθάλαμο, την πρωταρχική περιοχή του εγκεφάλου που λαμβάνει τη σηματοδότηση από τη λεπτίνη (Science, 2004; 306: 457-61).
Σε ακόμη μία άλλη μελέτη από τον Όζκαν και την ομάδα του, μία πρωτεΐνη απομακρύνθηκε από το υποθάλαμο φυσιολογικών ποντικών. Τότε η λειτουργία του ενδοπλασματικού δικτύου μεταβλήθηκε και τα ποντίκια άρχισαν να υποφέρουν από στρες του ενδοπλασματικού δικτύου, αποκτώντας σοβαρή ανθεκτικότητα στη λεπτίνη και έγιναν παχύσαρκα όταν τους δόθηκε διατροφή υψηλή σε λιπαρά (Cell Metab-olism, 2009; 9: 35 – 51). Όπως αναφέρει ο Όζκαν, “Οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι παχύσαρκοι έχουν αντίσταση στη λεπτίνη. Η λεπτίνη πηγαίνει στον εγκέφαλο και χτυπάει την πόρτα, αλλά στο εσωτερικό, το άτομο είναι κουφό.”
Σύμφωνα με τον Τάμας Χόρβαθ, νευροεπιστήμονα στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ο οποίος μελετά το ρόλο της λεπτίνης στον εγκέφαλο, καθώς το ενδοπλασματικό δίκτυο είναι το πρωταρχικό μέρος κατασκευής στο κύτταρο, η αυξημένη σηματοδότηση της λεπτίνης είναι σαν να υπάρχουν αρχιτεκτονικές οδηγίες για «ανοικοδόμηση σε υπερβολικό βαθμό» που το ενδοπλασματικό δίκτυο τελικά υπερφορτώνεται καθώς πρέπει να γίνουν υπερβολικά πολλές εργασίες συγχρόνως.
Η λεπτίνη παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη διατήρηση επαρκών επιπέδων λίπους στο γυναικείο σώμα και, κατά συνέπεια, αυτό μπορεί να υποδεικνύει ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην αντίσταση στη λεπτίνη. Στην πραγματικότητα, στην ισπανική μελέτη, περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες που είχαν επανακτήσει το βάρος τους είχαν υψηλά επίπεδα λεπτίνης. Η ιατρική πιστεύει τώρα ότι οι γυναίκες χρειάζονται επαρκή επίπεδα λεπτίνης για τη διατήρηση της γονιμότητας.
Η λεπτίνη παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην έναρξη της εφηβείας (Pediatrics, 2008; 121: S208-17), και τα μη φυσιολογικά επίπεδα μπορεί να σχετίζονται με διαβήτη τύπου 1 (J Clin Ενδο-crinol Metab, 2001; 86: 1188-1193).
Η λανθασμένη σηματοδότηση της λεπτίνης προκαλεί επίσης χρόνια φλεγμονή στον οργανισμό, η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο και ένα πλήθος από άλλα προβλήματα. Μπορεί επίσης να παίζει ρόλο στην ανάπτυξη των μελανωμάτων ή του καρκίνου του δέρματος, και επίσης πιστεύεται ότι είναι, μαζί με την παχυσαρκία, δείκτης πρόβλεψης της αντίστασης στην ινσουλίνη σε παιδιά (Int J Obes Relat Metab Disord, 2000; 24: 1265-1271 ).
Τα χαμηλά επίπεδα γκρελίνης
Όπως και με λεπτίνη, τα επίπεδα της γκρελίνης είναι διαταραγμένα στα παχύσαρκα άτομα. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι τα κυκλοφορούντα επίπεδα της γκρελίνης ήταν χαμηλότερα στα χρόνια παχύσαρκα άτομα σε δύο πολιτιστικά διαφορετικούς πληθυσμούς σε σύγκριση με τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, γεγονός που υποδηλώνει ότι η γκρελίνη είναι χαμηλότερη στην παχυσαρκία, πιθανώς λόγω των υψηλότερα από το κανονικό επιπέδων ινσουλίνης και λεπτίνης. Για το λόγο αυτό, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτά τα χαμηλότερα επίπεδα μπορεί να αντιπροσωπεύουν κάποιο είδος φυσιολογικής «προσαρμογής» στη συνεχή υπερπροσφορά ενέργειας από το σώμα μέσω της υπερβολικής κατανάλωσης τροφίμων (Diabetes, 2001; 50: 707-9).
Κατά τη δίαιτα, το σώμα συχνά παράγει περισσότερη γκρελίνη από το κανονικό, καθώς έχει την αίσθηση ότι λιμοκτονεί και προσπαθεί να κερδίσει πίσω το βάρος που έχασε. Σε αυτή τη μελέτη, τα άτομα που έκαναν δίαιτα συγκρίθηκαν επίσης με τα άτομα που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι τελευταίοι ασθενείς είχαν σημαντικά μειωμένα επίπεδα γκρελίνης, το οποίο συνέβαλε πιθανότατα σε οποιαδήποτε επακόλουθη απώλεια βάρους στους αποδέκτες μιας τέτοιας διαδικασίας (Ν Engl J Med 2002; 346: 1623-1630).
Παρ ‘όλα αυτά, οι χρόνια παχύσαρκοι μπορεί να έχουν ανεπάρκεια γκρελίνης, με αποτέλεσμα την αίσθηση ότι δεν χορταίνουν ποτέ. Και πάλι, στην ισπανική μελέτη, αν και όσοι αρχικά έχασαν βάρος δεν έδειξαν στοιχεία για τυχόν αλλαγές στην γκρελίνη, αυτοί που ανέκτησαν το βάρος τους βρέθηκαν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γκρελίνης από τους άλλους.
Επιπλέον, οι άνδρες είχαν τις μεγαλύτερες αλλαγές στα επίπεδα γκρελίνης, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτή η ορμόνη παίζει μεγαλύτερο ρόλο στον έλεγχο της όρεξης στους άνδρες παρά στις γυναίκες.
Παρά το γεγονός ότι στο διαδίκτυο πωλούνται συμπληρώματα λεπτίνης ως θαυματουργά χάπια απώλειας βάρους, η λεπτίνη μόνη της δεν μπορεί να λαμβάνεται από το στόμα ως συμπλήρωμα επειδή είναι μια πρωτεΐνη και, ως εκ τούτου, θα διασπαστεί απλώς από το σώμα όπως όταν τρώτε ένα κομμάτι κοτόπουλου. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα συμπληρώματα «λεπτίνης» αποτελούνται από διάφορα άλλα συστατικά γνωστά για την τόνωση του θυρεοειδούς ή της προ-παραγωγής λεπτίνης, ή για να δημιουργήσουν ένα αίσθημα πληρότητας, όπως οι διαλυτές φυτικές ίνες.
Πρόσφατα, η συμβατική ιατρική – με τη νοοτροπία του «ένα χάπι για κάθε ασθένεια» θεώρησε τη ρύθμιση της λειτουργίας της λεπτίνης ως απλά ένα θέμα λήψης ενός χαπιού. Ωστόσο, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τόσο η λεπτίνη όσο και η αντίσταση στη λεπτίνη ελέγχονται από τον τρόπο ζωής – με άλλα λόγια, αυτό που τρώτε τρώτε, το πόσο ασκείστε, το πόσο καλά κοιμάστε και εάν είστε σε θέση να έχετε υπό έλεγχο το άγχος της καθημερινότητας. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η αντίσταση στη λεπτίνη προκαλείται από φλεγμονή του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο, και πάλι, μπορεί να προκληθεί από έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής και τη χρόνιας ανεπάρκεια σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα.
Τελικά, ο αλληλοσυσχετισμός μεταξύ λεπτίνης, γκρελίνης, παρασκευής ινσουλίνης και άλλων ρυθμιστικών ορμονών στο σώμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και διαπλεγμένος, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αύξηση του σωματικού βάρους και η απώλειά του είναι πολύ πιο περίπλοκο θέμα από ό, τι απλά η καταμέτρηση θερμίδων ή η κατανάλωση ενέργειας ή η λήψη ενός χαπιού αδυνατίσματος. Η καλύτερη λύση, όπως πάντα, είναι η ολιστική προσέγγιση: θεραπεύουμε το σώμα ως ένα ενιαίο αλληλένδετο σύνολο, και του παρέχουμε όσο το δυνατό καλύτερη τροφή, άσκηση και ξεκούραση. Υπό αυτές τις συνθήκες, το βάρος ομαλοποιείται φυσικά.
Σε αναζήτηση του τεχνητού ρυθμιστή πάχους
Μετά την ανακάλυψη της λεπτίνης το 1994, η ιατρική βιομηχανία και τα ακαδημαϊκά κέντρα ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν βρει τη λύση για την παχυσαρκία: απλά θα χορηγούσαν επιπλέον λεπτίνη. Παρ ‘όλα αυτά, οι ελπίδες αυτές σύντομα διαψεύστηκαν αφού ανακαλύφθηκε ότι οι υπέρβαροι τείνουν να υποφέρουν από αντίσταση στη λεπτίνη. Όσοι έλαβαν την ορμόνη έχασαν βάρος μόνο προσωρινά και σύντομα επέστρεψαν στην παλιά τους υπέρβαρη κατάσταση, καθώς ο εγκέφαλος είχε συνηθίσει τα επιπλέον επίπεδα ορμονών και τα αγνοούσε και πάλι.
Επί του παρόντος, οι ερευνητές εργάζονται σε μια μέθοδο χημικής υπερπήδησης της αντίστασης στη λεπτίνη. Οι επιστήμονες στην ιατρική σχολή του Χάρβαρντ έδειξαν ότι δύο παράγοντες το buphenyl ή 4-phenylbutyricacid (4-PBA) και το taurousodeoxycholic acid (TUDCA) – μπορούν να εμποδίσουν τον εγκέφαλο να αγνοεί τη λεπτίνη. Και οι δύο δίνονται συνήθως ως θεραπείες για κυστική ίνωση και ηπατική νόσο.
Στη μελέτη, όταν ο Δρ Όζκαν και η ομάδα του έδωσαν σε ποντίκια 4-PBA ή TUDCA, η ευαισθησία στη λεπτίνη ενισχύθηκε κατά 10 φορές, και τα ποντίκια έχασαν σημαντικό βάρος, ακόμα και όταν ακολουθούσαν διατροφή πλούσια σε λιπαρά (Cell Metabolism, 2009; 9: 35 -51). Όπως ανέφερε ο Όζκαν, αυτή η μελέτη ήταν η πρώτη που έδειξε ότι η λεπτίνη μπορούσε να ενεργοποιηθεί σε ποντίκια, παρά το γεγονός ότι τρέφονταν με πολλά λιπαρά.
Τα μόρια 4-PBA και TUDCA θεωρούνται «χημικά συνοδοί», που βοηθούν να αυξηθεί η ικανότητα του ενδοπλασματικού δικτύου των κυττάρων να μαζεύει πρωτεΐνες. Ωστόσο, εκτός από το γεγονός ότι αυτή η έρευνα έγινε μόνο σε ζώα και έτσι μπορεί να μην ισχύει για τους ανθρώπους, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει τον ακριβή μηχανισμό πίσω από το στρες του ενδοπλασματικού δικτύου σε υπέρβαρα άτομα που καταναλώνουν τροφές υψηλές σε λιπαρά.
Αυτή τη στιγμή, η ομάδα Όζκαν ακόμα προσπαθεί να κατανοήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ευαισθησία στη λεπτίνη, προκειμένου να αναπτύξουν κάποιο φάρμακο που να μπορεί να ενεργοποιήσει τη σηματοδότηση του εγκεφάλου πιο αποτελεσματικά από ό, τι αυτά τα δύο φάρμακα.
Εν τω μεταξύ, επιστήμονες στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Σκριπς της Λα Γιόλα στην Καλιφόρνια, έχουν αναπτύξει ένα εμβόλιο κατά της παχυσαρκίας, το οποίο στοχεύει στη γκρελίνη κάνοντας χρήση αντισωμάτων του ανοσοποιητικού συστήματος που συνδέονται προς επιλεγμένους στόχους, διεγείροντας έτσι μία ανοσοαπόκριση εναντίον τους. Θεωρητικά τουλάχιστον, αυτό υποτίθεται ότι εμποδίζει την γκρελίνη να φτάσει το κεντρικό νευρικό σύστημα, ξεγελώντας έτσι τον εγκέφαλο (και έτσι το σώμα) δημιουργώντας αίσθημα «πληρότητας». Μέχρι στιγμής, το εμβόλιο έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε αρουραίους, αλλά όχι σε ανθρώπους (Proc Natl Acad Sci υ S Α, 2006, 103: 13226-31).
Η Amylin Pharmaceuticals στο Σαν Ντιέγκο διεξάγει κλινικές δοκιμές για συμπλήρωση λεπτίνης με ένα φάρμακο που θα αυξάνει την ευαισθησία στη λεπτίνη.
Παρ ‘όλα αυτά, ο Τάμας Χόρβαθ, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, θεωρεί ότι αυτό το είδος της τεχνητής παρέμβασης θα μπορούσε να είναι καταστροφικό, καθώς θα μπορούσε απλά να ενθαρρύνει τα κύτταρα να συνεχίσουν να αναπτύσσονται. Επίσης, δεν είναι απαραίτητο, λέει, θεωρώντας ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι αποδεδειγμένοι τρόποι για να αποκατασταθεί η λειτουργία της λεπτίνης (βλ. πίνακα)
Κάψτε λίπος στον ύπνο σας
Ως κοινωνία, δεν είμαστε μόνο παχύτεροι από ποτέ καθώς η συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί ανησυχητικά, αλλά επίσης κοιμόμαστε και πολύ λιγότερο. Πράγματι, το ποσοστό των νεαρών ενηλίκων που κοιμόνται 8 με 8,9 ώρες κάθε νύχτα έχει μειωθεί σχεδόν στα μισά. Επιπλέον, άλλα στοιχεία έχει δείξει ότι η έλλειψη ύπνου επηρεάζει τα επίπεδα της λεπτίνης και της γκρελίνης στο αίμα, καθώς και τα επίπεδα της πείνας και της όρεξης (Ann Intern Med, 2004; 141: 846-50).
Αυτά τα δύο ζεύγη παραγόντων τώρα πιστεύεται ότι σχετίζονται, σύμφωνα με πρόσφατη καναδική έρευνα. Μια μελέτη έξι ετών από το Κεμπέκ σε 323 άνδρες και 417 γυναίκες, ηλικίας 21 έως 64 ετών, έδειξε ότι όσο λιγότερο κοιμόμαστε κάθε βράδυ, τόσο μεγαλύτεροι είναι οι δείκτες λίπους και τόσο χαμηλότερα τα επίπεδα λεπτίνης. Εκείνοι που ανέφεραν ότι κοιμούνταν επτά με οκτώ ώρες είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης και χαμηλότερους δείκτες λίπους από εκείνους που κατάφερναν να κοιμηθούν μόνο πέντε με έξι ώρες κάθε βράδυ.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο λιγοστός ύπνος μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο αύξησης βάρους λόγω των χαμηλότερων επιπέδων λεπτίνης. Υπάρχει ένας βέλτιστος αριθμός ωρών ύπνου κατά τον οποίο ρυθμίζεται το σωματικό βάρος και διατηρείται σταθερό (Obesity, Silver Spring, 2007; 15: 253-61). Υποστηρίζεται ότι επτά έως οκτώ ώρες ύπνου, όχι περισσότερο, όχι λιγότερο, δε θα σας κρατά μόνο σε εγρήγορση, αλλά βοηθά επίσης στη ρύθμιση του βάρους σας.
Ενεργοποιήστε τους λιποδιαλύτες
Παρά το γεγονός ότι τα συμπληρώματα λεπτίνης έχουν αποδειχθεί ότι δεν λειτουργούν, μπορείτε να ρυθμίσετε τις ορμόνες καύσης του λίπους, ακολουθώντας μια σειρά από σημαντικές επιλογές τρόπου ζωής:
– Προτιμήστε μία διατροφή πλούσια σε φρέσκα οργανικά τρόφιμα, με το μεγαλύτερο μέρος να αποτελείται από υψηλής διατροφικής αξίας, πολύχρωμα φρούτα και λαχανικά και βότανα.
– Προσπαθήστε να τρώτε 9 ή 10 φρούτα και λαχανικά κάθε μέρα, λέει ο Δρ Λ. Γκάλαντ, συγγραφέας του The Fat ResistanceDiet (Broadway Books, 2005)
– Οι επιλογές λαχανικών που βοηθούν τη ρύθμιση του λίπους περιλαμβάνουν σταυρανθή λαχανικά όπως το μπρόκολο και το λάχανο, καρότα, πράσα, κρεμμύδια, φρέσκα κρεμμυδάκια, σκόρδο, σπαράγγια, πιπεριές, ρόκα και μαρούλι, σπανάκι και ντομάτες.
– Τα καλύτερα φρούτα που ενεργοποιούν τις ορμόνες καύσης λίπους περιλαμβάνουν τις μπανάνες, τα μήλα, τα μούρα, τα κεράσια, τα πορτοκάλια, τα γκρέιπφρουτ και τα ρόδια.
– Μερικά από τα καλύτερα βότανα για την καύση λίπους είναι το τζίντζερ, το τζίνσενγκ, η κανέλα, το μύρτιλλο, το χαμομήλι, η λυγαριά, το πράσινο τσάι, το έλαιο μέντας, ο κουρκουμάς, η πικραλίδα, η αλόη βέρα και η εχινάκεια.
– Χρησιμοποιήστε μπαχαρικά στο φαγητό σας.
– Εμπλουτίστε τη διατροφή σας με φρέσκους, ωμούς και ανάλατους ξηρούς καρπούς, όπως καρύδια, λιναρόσπορο, σουσάμι και αμύγδαλα.
– Βεβαιωθείτε ότι έχετε επαρκή πρόσληψη ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, οι καλύτερες πηγές των οποίων είναι τα λιπαρά ψάρια όπως η σαρδέλα ο σολομός και ο τόνος αλλά και τα καρύδια, ο λιναρόσπορος και τα όσπρια (όπως η σόγια, και τα φασόλια).
– Ασκηθείτε τακτικά ώστε να παράγεται ιδρώτας. Η τακτική αερόβια άσκηση βοηθά στην αύξηση της παραγωγής λεπτίνης, αν και μετά από σωστή διατροφή τα επίπεδα της λεπτίνης θα ρυθμιστούν φυσικά.
– Επιλέξτε δημητριακά με χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη (GI), όπως ζυμαρικά, ρύζι ολικής άλεσης, κινόα, κεχρί, βρώμη και κριθάρι.
– Κόψτε ή μειώστε την επεξεργασμένη ζάχαρη, σε όλες τις μορφές της.
– Παρακολουθήστε την πρόσληψη υδατανθράκων σας, και μείνετε μακριά από όλα τα επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως το άσπρο ψωμί, οι πατάτες, το άσπρο ρύζι, τα γλυκά, κέικ και τα παρόμοια, κα οι τροφές ψηλού γλυκαιμικού δείκτη όπως η μπύρα.
– Λαμβάνετε συμπληρώματα υψηλής ποιότητας που είναι πλούσια σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, κυρίως Β12, καθώς και ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, μαγνήσιο, ψευδάργυρο και συνένζυμο Q10, το οποίο εξουδετερώνει τη φλεγμονή.
– Αποφύγετε τρόφιμα «διαίτης» με χαμηλές θερμίδες, ειδικά τεχνητές γλυκαντικές ουσίες και αναψυκτικά, που πλέον βρέθηκε να επιβραδύνουν την απώλεια βάρους (JAMA, 2009, 302: 2477 – 8).
– Τρώτε τρία καλά γεύματα την ημέρα και μην τσιμπολογάτε.
– Μην τρώτε αργά το βράδυ.
– Συμπεριλάβετε πρωτεΐνη στο πρωινό γεύμα σας.
– Κοιμηθείτε 7 με 8 ώρες το βράδυ, όχι περισσότερο, ούτε λιγότερο.
– Πίνετε άφθονο νερό, πράσινο και μαύρο τσάι, και χυμούς με βατόμουρο, κεράσι και ρόδι και χυμούς λαχανικών.
πηγη
http://holisticlife.gr