Κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη τύπου II ή διαταραχές στη ρύθμιση του σακχάρου κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή κατά την εγκυμοσύνη, έχουν οι γυναίκες που πάσχουν από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Ο κίνδυνος είναι τριπλάσιος απ’ ό,τι στις άλλες γυναίκες, ενώ είναι επτά φορές πιο αυξημένος σε γυναίκες που πάσχουν από πολυκυστικές ωοθήκες και ταυτόχρονα είναι παχύσαρκες.
Τα στοιχεία αυτά ανακοίνωσε ο διευθυντής της Α’ Μαιευτικής-Γυναικολογικής Κλινικής ΑΠΘ, καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας και Ανθρώπινης Αναπαραγωγής, Βασίλειος Ταρλατζής, κατά τη διάρκεια του 23ου ετήσιου συνεδρίου της Διαβητολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, που πραγματοποιείται, στη Θεσσαλονίκη.
«Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών είναι η πιο συχνή ενδοκρινοπάθεια στις γυναίκες, η οποία συνδυάζεται με διαταραχές του κύκλου, αυξημένη τριχοφυΐα, υπογονιμότητα, παχυσαρκία ή διαταραχές στη ρύθμιση του σακχάρου.
Οι γυναίκες που πάσχουν από πολυκυστικές ωοθήκες ή είναι ταυτόχρονα και παχύσαρκες έχουν αυξημένο κίνδυνο από 3 έως 7 φορές μεγαλύτερο, σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες, να εμφανίσουν διαταραχή στη ρύθμιση του σακχάρου τους ή να εμφανίσουν διαβήτη τύπου ΙΙ είτε κάποια στιγμή στη ζωή τους, είτε στην εγκυμοσύνη τους.
Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός τους αναπτύσσει αντίσταση στην ινσουλίνη, δηλαδή εμφανίζουν αυξημένο σάκχαρο στο αίμα ή χρειάζονται αυξημένη ποσότητα ινσουλίνης προκειμένου να διατηρήσουν φυσιολογικά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους», εξηγεί ο κ. Ταρλατζής.
Οι παχύσαρκες γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη με την απώλεια βάρους και την άσκηση. Οι υπόλοιπες μπορούν να ακολουθήσουν φαρμακευτική αγωγή με μετφορμίνη, βάσει των συστάσεων ενδοκρινολόγου ή διαβητολόγου.
Διαβήτης και γονιμότητα
Οι γυναίκες που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτης τύπου Ι εμφανίζουν μειωμένη γονιμότητα σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, σύμφωνα με δεδομένα από μια πρόσφατη σουηδική μελέτη.
Αντίθετα, με την εφαρμογή των σύγχρονων θεραπευτικών προσεγγίσεων, οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι δεν εμφανίζουν ελαττωμένη γονιμότητα, παρά μόνο σε περίπτωση που έχουν ήδη εμφανίσει σημαντικές επιπλοκές από τον διαβήτη.
«Όσον αφορά στο έμβρυο που κυοφορείται, ο κίνδυνος των συγγενών ανωμαλιών σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με το γενικό γυναικείο πληθυσμό, αν και παρατηρείται σημαντική ελάττωση κατά τα τελευταία 30 έτη.
Σε κάθε περίπτωση, για επιτύχουμε έκβαση της εγκυμοσύνης στη γυναίκα με σακχαρώδη διαβήτη, παρόμοια με αυτή της γυναίκας χωρίς διαβήτη, είναι σημαντικό να εφαρμοσθεί στις διαβητικές γυναίκες αυστηρός μεταβολικός έλεγχος, ώστε να προληφθούν ή να επιβραδυνθούν οι επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης και της υπογονιμότητας», ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής του ΑΠΘ, Δημήτριος Γουλής, σε ανακοίνωσή του σχετικά με τα προβλήματα γονιμότητας και αντισύλληψης στις γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη.
Επιπτώσεις σακχαρώδη διαβήτη στο νεογνό
Το 3%-10% του συνόλου των κυήσεων επιπλέκονται με διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης. Το νεογνό διαβητικής μητέρας αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών. Οι κίνδυνοι για το νεογνό διαβητικής μητέρας αφορούν την περίοδο της σύλληψης, την εμβρυϊκή, τη νεογνική, αλλά και τη μετέπειτα, επισήμανε ο καθηγητής Νεογνολογίας στη Β’ Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του ΑΠΘ του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου», Νίκος Νικολαΐδης.
Παράλληλα, ανέφερε ότι η συχνότητα εμφάνισης συγγενών δυσπλασιών είναι 3-4 φορές πιο μεγάλη σε νεογνά διαβητικών μητέρων σε σχέση με νεογνά μη διαβητικών και αναφέρεται στο 4%-11% των κυήσεων των ινσουλινοεξαρτώμενων γυναικών.
Επίσης, πολλές επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι αυξημένα επίπεδα γλυκόζης και γλυκοζιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) κατά την περίοδο της σύλληψης και νωρίς στην εγκυμοσύνη οδηγούν σε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης συγγενών δυσπλασιών και αυτόματων αποβολών.
Η πιθανότητα εμφάνισης συγγενών δυσπλασιών μπορεί να προβλεφθεί από τα επίπεδα της HbA1C της μητέρας κατά τη 14η εβδομάδα κύησης. Έτσι, μητέρες με τιμές μικρότερες από 7% δεν διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί με συγγενή δυσπλασία από μητέρες που δεν έχουν διαβήτη.
Οι μακροχρόνιες επιπλοκές στο νεογνό μητέρας με σακχαρώδη διαβήτη κατά την κύηση περιλαμβάνουν την παιδική παχυσαρκία, την αυξημένη τάση για ανάπτυξη διαβήτη τύπου ΙΙ και νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες ότι η έκθεση του εμβρύου στο ενδομήτριο υπεργλυκαιμικό περιβάλλον έχει ως αποτέλεσμα τα νεογνά αυτά να είναι παχύσαρκα. Συνήθως, η σωματική ανάπτυξη σε ηλικία 12 μηνών είν αι ίδια σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, παρά τη μακροσωμία κατά τη γέννηση. Ωστόσο, σε ηλικία πέντε ετών το βάρος αυξάνει σημαντικά, με συνέπεια στην ηλικία των οκτώ ετών τα μισά παιδιά να είναι παχύσαρκα», εξήγησε ο κ. Νικολαϊδης.
πηγη
HEALTH.IN.GR