Κληρονομικότητα καρκίνου μαστού
Οι περισσότεροι καρκίνοι του μαστού δεν έχουν σχέση με τα γονίδια ή το οικογενειακό ιστορικό. Στην πραγματικότητα, μόνο πέντε έως 10 τοις εκατό όλων των καρκίνων του μαστού που διαγιγνώσκονται πιστεύεται ότι είναι κληρονομούμενοι.
Κάθε κύτταρο στο σώμα μας περιέχει γονίδια. Τα γονίδια περιέχουν τον γενετικό κώδικα για το σώμα μας. Για παράδειγμα, περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζουν το χρώμα των ματιών μας. Περιέχουν επίσης πληροφορίες που επηρεάζουν τις λειτουργίες του σώματός μας. Οι πληροφορίες στα γονίδιά μας περνούν από τους γονείς μας σε εμάς και εμείς με την σειρά μας τα μεταφέρουμε στα παιδιά μας.
Ορισμένες μεταβολές στο γενετικό κώδικα που επηρεάζουν τη λειτουργία του γονιδίου ονομάζονται μεταλλάξεις. Οι μεταλλάξεις μπορούν να μεταφερθούν από έναν γονέα στο παιδί του. Πολλές από αυτές τις κληρονομούμενες μεταλλάξεις του γονιδίου δεν έχουν παρά μικρή ή καμία επίδραση στην υγεία. Άλλες όμως, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ορισμένων ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου.
Έχοντας άμεσους στενούς συγγενείς με καρκίνο του μαστού ή καρκίνο των ωοθηκών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ακόμα και όταν δεν έχει εντοπιστεί γνωστή γενετική μετάλλαξη στην οικογένεια.
Γονίδια του καρκίνου του μαστού
Τα γονίδια του καρκίνου του μαστού 1 και 2 – BRCA1 και BRCA2 – είναι τα πιο γνωστά γονίδια που συνδέονται με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Υπάρχουν και άλλα λιγότερο κοινά γονίδια που αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο και ακόμα άλλα που είναι υπό μελέτη.
Άλλα γνωστά σήμερα γονίδια είναι:
Το TP53: μεταλλάξεις σε αυτό το γονίδιο συνδέονται με το σύνδρομο Li-Fraumeni. Παρά το γεγονός ότι είναι μία σπάνια μετάλλαξη, μόνο στο 4% των γυναικών με καρκίνο του μαστού ηλικίας κάτω των 30 ετών, οι γυναίκες με την μετάλλαξη αυτή έχουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Επίσης μπορεί να παρουσιάσουν σαρκώματα μαλακών μορίων, καρκίνο παχέος εντέρου, οξεία λευχαιμία, όγκους εγκεφάλου και συχνά κακοήθειες που παρουσιάζονται σε παιδική ηλικία.
Το γονίδιο PTEN: Μεταλλάξεις σε αυτό το γονίδιο προκαλούν το σύνδρομο Cowden, το οποίο συνδυάζεται με αμαρτώματα (καλοήθεις πολύποδες) του παχέος εντέρου, του δέρματος, και άλλα κλινικά συμπτώματα, καθώς και αυξημένο κίνδυνο για πολλές μορφές καρκίνου (θυρεοειδούς και ενδομητρίου).
Το γονίδιο CDH1: Οι μεταλλάξεις σε αυτό συνδέονται με λοβιακό καρκίνο του μαστού και καρκίνο του στομάχου.
Το γονίδιο STK11: Οι μεταλλάξεις σε αυτό συνδυάζονται με το σύνδρομο Peutz-Jeghers. Είναι εξαιρετικά σπάνιο, και δημιουργεί προδιάθεση για καρκίνο του μαστού, καρκίνο του εντέρου, και καρκίνο του παγκρέατος.
Το γονίδιο CHEK2: Περίπου ένας στους 40 Βορειοευρωπαίους έχουν μετάλλαξη στο γονίδιο αυτό, καθιστώντας την μία αρκετά κοινή μετάλλαξη. Θεωρείται μια μέτριας επικινδυνότητας μετάλλαξη, που μπορεί να διπλασιάσει ή να τριπλασιάσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού στην διάρκεια ζωής του φορέα και επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και καρκίνου του προστάτη.
Το ΑΤΜ: Οι μεταλλάξεις σε αυτό προκαλούν αταξία –τηλε αγγειεκτασία. Γυναίκες φορείς έχουν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού από τον γενικό πληθυσμό.
Το γονίδιο PALB2: Διάφορες μελέτες διαφέρουν ως προς την εκτίμησή του κίνδυνου ανάπτυξης καρκίνου μαστού όταν υπάρχει μετάλλαξη σε αυτό το γονίδιο. Μπορεί να είναι μετρίου κινδύνου, ή τόσο υψηλή όσο του BRCA2.
Περίπου το 45% των περιπτώσεων των γυναικών με κληρονομούμενο καρκίνο μαστού αφορούν μη ταυτοποιημένα γονίδια, ή πολλαπλά γονίδια.
Οι BRCA1 και BRCA2 μεταλλάξεις είναι σπάνιες. Στο γενικό πληθυσμό των ΗΠΑ περίπου 1 στα 400 άτομα έχουν μία από αυτές τις μεταλλάξεις. Ωστόσο, είναι πιο συχνές μεταξύ ορισμένων εθνικών ομάδων. Για παράδειγμα, μεταξύ των Εσκενάζι (από την Ανατολική Ευρώπη) Εβραίων , περίπου ένας στους 40 έχει μετάλλαξη στο BRCA1 ή BRCA2.
Οι γυναίκες στο γενικό πληθυσμό των ΗΠΑ έχουν περίπου οκτώ τοις εκατό πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού μέχρι την ηλικία των 70 ετών. Οι γυναίκες που έχουν μια μετάλλαξη στο γονιδίο BRCA1, ωστόσο, έχουν 50 με 70 % πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού μέχρι την ηλικία των 70 ετών. Ενώ οι γυναίκες που έχουν μια μετάλλαξη στο γονίδιο BRCA2, έχουν 40 έως 60 % πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο μαστού μέχρι την ηλικία των 70 ετών.
Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες που έχουν BRCA1 ή BRCA2 μετάλλαξη έχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε αυτές τις γυναίκες δεν είναι 100 τοις εκατό. Μερικές γυναίκες με μετάλλαξη δεν θα παρουσιάσουν ποτέ καρκίνο μαστού.
Γυναίκες χωρίς μετάλλαξη είναι ακόμα σε κίνδυνο (οι περισσότερες γυναίκες που αναπτύσσουν καρκίνο του μαστού δεν έχουν μετάλλαξη στα BRCA1 ή BRCA2).
Μεταλλάξεις στο BRCA2 (και πιθανώς μεταλλάξεις στο BRCA1) αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου μαστού και στους άνδρες κατά 2,5-7 φορές. Στο γενικό πληθυσμό των ΗΠΑ, περίπου 1 στους 1.000 άνδρες θα αναπτύξει καρκίνο του μαστού στη διάρκεια της ζωής του. Μεταξύ των ανδρών με μετάλλαξη στο BRCA 2, 65 στους 1.000 θα αναπτύξουν καρκίνο μαστού.
Αν και μόνο πέντε έως 10 τοις εκατό των γυναικών με καρκίνο του μαστού πιστεύεται ότι οφείλονται σε μεταλλάξεις του γονιδίου, μέχρι 40 τοις εκατό των καρκίνων του μαστού σε άντρες μπορεί να σχετίζεται με το BRCA 2.
Αυτό σημαίνει ότι οι άνδρες που αναπτύσσουν καρκίνο του μαστού είναι πιο πιθανό από τις γυναίκες που αναπτύσσουν καρκίνο του μαστού να έχουν μια κληρονομούμενη μετάλλαξη.
Ποιος θα πρέπει να υποβληθεί σε γενετικό έλεγχο για BRCA1 και BRCA2 μεταλλάξεις;
Ο Γενετικός έλεγχος δίνει στους ανθρώπους την ευκαιρία να μάθουν αν ο καρκίνος του μαστού ή το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού οφείλεται σε μια κληρονομούμενη μετάλλαξη
Ο καρκίνος του μαστού είναι συχνός ενώ οι μεταλλάξεις στα BRCA1 και BRCA2 και στα άλλα γονίδια είναι σπάνιες, έτσι έχοντας μόνο ένα στενό συγγενή με καρκίνο του μαστού δεν σημαίνει ότι μια μετάλλαξη είναι παρούσα στην οικογένεια.
Ο Γενετικός έλεγχος συνιστάται μόνο εάν
Ένα μέλος της οικογένειας (γονέας, αδελφός, παιδί, παππούς, γιαγιά, εγγόνι, θείος, θεία, ανιψιός, ανιψιά ή πρώτος ξάδελφος) διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού στην ηλικία των 45 ετών ή νεότερος
Ένα μέλος της οικογένειας (γονέας, αδελφός, παιδί, παππούς, γιαγιά, εγγόνι, θείος, θεία, ανιψιός, ανιψιά ή πρώτος ξάδελφος) διαγιγνώσκεται με καρκίνο των ωοθηκών σε οποιαδήποτε ηλικία
Προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό δύο συγγενών με καρκίνο του μαστού ή/και των ωοθηκών στην ίδια πλευρά της οικογένειας.
Προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού σε άνδρα
Γυναίκες που ανήκουν σε πληθυσμό υψηλού κινδύνου, όπως γυναίκες εβραϊκής καταγωγής Ashkenazi , με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού ή ωοθηκών ανεξαρτήτως ηλικίας εμφάνισης.
Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού σε συνδυασμό με ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω στην ίδια πλευρά της οικογένειας: καρκίνο θυρεοειδούς, σάρκωμα, καρκίνο ενδομητρίου, καρκίνο παγκρέατος, εγκεφάλου, στομάχου, λευχαιμία ή μακροκεφαλία.
Προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό αμφοτερόπλευρου (και στους δύο μαστούς) καρκίνου.
Η εξέταση γίνεται αρχικά στο άτομο που έχει διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού. Αν δεν βρεθεί μετάλλαξη σε αυτό το άτομο, ο καρκίνος πιθανότατα δεν οφείλεται σε γενετική μετάλλαξη και τα άλλα μέλη της οικογενείας δεν χρειάζεται να ελεγχθούν.
Εάν μία μετάλλαξη βρεθεί στο συγγενή με καρκίνο μαστού τα άλλα μέλη της οικογένειας μπορούν να εξεταστούν για τη συγκεκριμένη BRCA1 ή BRCA2 ή άλλη μετάλλαξη. Δεν είναι πιθανό ότι όλα τα μέλη της οικογένειας θα έχουν κληρονομήσει την μετάλλαξη. Για παράδειγμα εάν μία γυναίκα έχει μία BRCA1 ή BRCA2 μετάλλαξη, υπάρχει μόνο πιθανότητα 50 τοις εκατό να μεταδώσει την μετάλλαξη αυτή στα παιδιά της (γιατί παίρνουμε τα μισά των γονιδίων μας από τη μητέρα μας και τα μισά από τον πατέρα μας).
Παρά το γεγονός ότι μια απλή εξέταση αίματος είναι το μόνο που χρειάζεται για να ελέγξουμε εάν υπάρχει μετάλλαξη, τα οφέλη και οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να προκύψουν από το αποτέλεσμα της εξέτασης πρέπει να συζητηθούν πρίν γίνει η εξέταση. Υπάρχουν σωματικές, συναισθηματικές και οικονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από την γνώση αυτής της γενετικής πληροφορίας. Θα πρέπει να συζητήσετε τα θέματα αυτά εκτενώς με τον γιατρό σας και ή ένα γενετικό σύμβουλο –κλινικό γενετιστή.
Η γνώση αυτή πρέπει να οδηγήσει μια γυναίκα να υποβάλλεται σε πιο εντατική παρακολούθηση και από μικρότερη ηλικία σε σύγκριση με μια γυναίκα που δεν έχει κληρονομούμενη μετάλλαξη. Μπορεί επίσης να οδηγήσει μια γυναίκα στο να πάρει μέτρα μείωσης του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου μαστού, όπως να λάβει φαρμακευτική αγωγή ή να υποβληθεί σε προφυλακτικές μαστεκτομές με άμεση αποκατάσταση, επίσης να λάβει μέτρα για να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών.
Σε μερικούς ανθρώπους η γνώση ότι έχουν κληρονομούμενη μετάλλαξη μπορεί να προκαλέσει ανησυχία και άγχος καθώς και αισθήματα ενοχής που συνδέονται με την πιθανότητα να έχουν μεταδώσει την μετάλλαξη αυτή στα παιδιά τους. Σε άλλους η γνώση ότι ο γονιδιακός έλεγχος είναι αρνητικός μπορεί να δώσει μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας που έχει σαν αποτέλεσμα να μην υποβάλλονται σε στενή παρακολούθηση, η οποία πρέπει να γίνεται σε ανθρώπους με οικογενειακό ιστορικό ακόμα και αν ο γονιδιακός έλεγχος είναι αρνητικός.
Συμπερασματικά αν και μόνο περίπου πέντε έως 10 τοις εκατό των καρκίνων του μαστού πιστεύεται ότι είναι κληρονομούμενος, για τους ανθρώπους που έχουν μία μετάλλαξη στα BRCA1 ή BRCA2 γονίδια, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού αυξάνεται σημαντικά. Αν σκέφτεστε να υποβληθείτε σε γενετικό έλεγχο, είναι σημαντικό να μιλήσετε με το γιατρό σας ή με κλινικό γενετιστή για να αποφασίσετε μαζί εάν πρέπει να υποβληθείτε στο γενετικό έλεγχο και πώς θα διαχειριστείτε την πληροφορία που θα αποκτήσετε από την εξέταση αυτή.
πηγη
http://www.faliakou.gr
διάβασε επίσης
ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΣ ?