Τι εννοούμε με τον όρο λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος στον άνδρα;
Το ουρογεννητικό σύστημα αποτελεί μία από τις συχνότερες εντοπίσεις λοίμωξης, δηλαδή μικροβιακής προσβολής, του ανθρώπινου οργανισμού. Οι λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος είναι η πρώτη σε συχνότητα εμφάνισης ουρολογική πάθηση.
Στον άνδρα το ουροποιητικό σύστημα, δηλαδή τα όργανα παραγωγής και μεταφοράς των ούρων και το γεννητικό σύστημα που περιλαμβάνει τα όργανα παραγωγής υποστήριξης και μεταφοράς του σπέρματος καταλήγουν και χρησιμοποιούν από κοινού την ουρήθρα. Η ανατομική αυτή ιδιαιτερότητα επιβάλλει τη θεώρηση των δυο αυτών συστημάτων ως ένα, το ουρογεννητικό και των λοιμώξεων τους ως ενιαίας παθολογικής οντότητας. Έτσι, ένας μικροοργανισμός που προσβάλλει για παράδειγμα τον προστάτη μπορεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, να επεκταθεί σε ολόκληρο τον ουρογεννητικό σωλήνα, τόσο προς τους όρχεις και τις επιδιδυμίδες, όσο και προς την ουροδόχο κύστη και τους νεφρούς.
Είναι συχνές οι ουρολοιμώξεις στους άνδρες;
Η συχνότητα εμφάνισης των ουρολοιμώξεων στους άνδρες είναι μικρότερη απ’ότι στις γυναίκες. Έτσι, η πιθανότητες φλεγμονής του ουροποιητικού σε υγιείς ενήλικες άνδρες 15-50 ετών είναι μικρή, ενώ σε νεαρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία όταν συμβαίνουν συνήθως συνδυάζονται με ανατομικές ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος, προβλήματα στη φυσιολογική ροή των ούρων ή ιατρικούς χειρισμούς (λ.χ. καθετηριασμός κύστεως).
Πολλοί παράγοντες θεωρούνται υπεύθυνοι για τη διαφορά επίπτωσης των ουρολοιμώξεων ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Η μεγαλύτερη απόσταση στον άνδρα από τη συνήθη πηγή ουροπαθογόνων μικροβίων (πρωκτός, έξω στόμιο ουρήθρας), το πιο στεγνό περιβάλλον της ανδρικής ουρήθρας, το μεγαλύτερο ανατομικό και λειτουργικό μήκος της και η αντιβακτηριδιακή δράση των προστατικών εκκρίσεων είναι κάποιοι από τους παράγοντες προστασίας των ανδρών από τις ουρολοιμώξεις σε σχέση με τις γυναίκες.
Σε αντίθεση με τα όσα αναφέραμε έρχεται η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ουρηθρίτιδας, φλεγμονή δηλαδή της ουρήθρας από γονόκοκκο ή άτυπους μικροοργανισμούς (χλαμύδια, ουρεόπλασμα) στους σεξουαλικά δραστήριους άνδρες. Επίσης, συχνή είναι η προστατίτιδα, όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει διαφορετικές καταστάσεις ή συμπτώματα που συνδυάζονται με τον προστάτη και δε σημαίνουν απαραίτητα τη μικροβιακή προσβολή αυτού. Πάντως, 50% των ανδρών κατά την ενήλικο ζωή τους θα παρουσιάσουν κάποιο σύμπτωμα προστατίτιδας, συχνότερα χρόνιας μη μικροβιακής προστατοδυνίας και σπανιότερα τυπικής οξείας μικροβιακής φλεγμονής του προστάτη.
Ως επιπλεγμένη γενικώς χαρακτηρίζεται η ουρολοίμωξη που εμφανίζεται σε παιδιά, σε άνδρες με κώλυμα στις ουροφόρες οδούς, νευρολογικές διαταραχές και νευρογενή κύστη, επί παρουσίας ξένων σωμάτων, για παράδειγμα λίθων, καθετήρων, όπως και σε υποκείμενες ανοσολογικές διαταραχές, λ.χ. σακχαρώδης διαβήτης, νεφρική μεταμόσχευση, ανοσοκαταστολή. Στους άνδρες σε αντίθεση με τις γυναίκες το μεγαλύτερο ποσοστό ουρολοιμώξεων είναι επιπλεγμένες και με τη λογική αυτή πρέπει να ελέγχονται και να αντιμετωπίζονται.
Πού οφείλονται και πως δημιουργούνται οι ουρολοιμώξεις στον άνδρα;
Τα ούρα φυσιολογικά είναι στείρα μικροβίων. Αντιθέτως, η παρουσία μικροβίων σε αυτά, η μικροβιουρία, υποδηλώνει τη λοίμωξη του ουρογεννητικού σωλήνα. Όταν κάποιος μικροβιακός παράγοντας προσβάλλει τον ουρογεννητικό σωλήνα προκαλεί τη λοίμωξη του.
Ο συνηθέστερος τρόπος προσβολής είναι η ανιούσα οδός. Περιλαμβάνει δυο διαδικασίες, την άνοδο των μικροβιακών παραγόντων από την περιουρηθρική περιοχή διαμέσου της ουρήθρας στην ουροδόχο κύστη (λοίμωξη κατώτερου ουροποιητικού) και την άνοδο των μικροβίων από την κύστη μέσω των ουρητήρων στους νεφρούς (λοίμωξη ανώτερου ουροποιητικού). Τα μικρόβια εντερικής προέλευσης, λ.χ. escherichia coli ευθύνονται σε μεγάλο ποσοστό για τη μόλυνση με αυτή την οδό.
Σπανιότερα, η ουρολοίμωξη μπορεί να προκληθεί αιματογενώς ή λεμφογενώς, δηλαδή οι μικροοργανισμοί έχουν προσβάλλει άλλη εστία στον οργανισμό και απελευθερώνονται στο ουροποιητικό σύστημα, στον έναν ή και στους δύο νεφρούς, μέσω της αιματικής ή λεμφικής κυκλοφορίας. Στις φλεγμονές αυτές είναι δυνατόν να απουσιάζει η μικροβιουρία. Τα υπεύθυνα μικρόβια είναι συνήθως ο σταφυλόκοκκος, η σαλμονέλα και το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.
Πρέπει να τονιστεί ότι σε πιο νέους και σεξουαλικά ενεργείς άνδρες συνήθης αιτία μικροβιακής προσβολής του ουροποιογεννητικού συστήματος μπορεί να αποτελούν άτυποι μικροοργανισμοί, όπως τα χλαμύδια και το ουρεόπλασμα που μεταφέρονται με τη σεξουαλική επαφή, ενώ σε μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς ουρολογικές παθήσεις που εμποδίζουν την ελεύθερη ροή των ούρων και ευνοούν την ανάπτυξη παθογόνων μικροβίων, όπως λ.χ. η υπερπλασία του προστάτη, στενώματα ουρήθρας, λιθιασική νόσος, είναι πιθανό να κρύβονται πίσω από τις ουρολοιμώξεις. Η ύπαρξη απόφραξης σε οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού, προκαλώντας την ατελή κένωση του και τη δημιουργία υπολείμματος ούρων, αποτελεί τον κύριο προδιαθεσικό παράγοντα υπέρμετρης ανάπτυξης μικροοργανισμών και πρόκλησης ουρολοιμώξεων στους άνδρες.
Ειδικότερα ο υπερτροφικός προστάτης, εκτός των διαταραχών της ούρησης και του υπολείμματος ούρων που μπορεί να συνεπάγεται, μπορεί στις κρύπτες του να φιλοξενεί μικρόβια τα οποία για φαρμακοκινητικούς λόγους δεν επηρεάζονται από τη δράση των αντιβιοτικών και περιστασιακά εισέρχονται στην κύστη που προκαλούν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Η υπερτροφία προστάτη είναι εξάλλου η συνηθέστερη υποκείμενη αιτία υποτροπιάζουσων ουρολοιμώξεων στους άνδρες άνω των 60 ετών. Στη λιθίαση του ουροποιητικού, επίσης, εκτός από το κώλυμα στη ροή των ούρων και τη στάση που προκαλείται, μπορεί ο ίδιος ο λίθος να αποτελεί φωλιά για τα μικρόβια. Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται από τη δράση των αντιβιοτικών με αποτέλεσμα με τη διακοπή τους να επανεμφανίζεται η ουρολοίμωξη, που με τη σειρά της ευνοεί τη λιθογένεση. Έτσι, ο έλεγχος από τον ουρολόγο για τη διάγνωση και θεραπεία της υποκείμενης πάθησης που γεννά και συντηρεί την ουρολοίμωξη είναι επιβεβλημένος για τη σωστή και αποτελεσματική θεραπεία της.Τέλος είναι προφανές ότι οι ιατρικές πράξεις, όπως χορήγηση φαρμάκων που επηρεάζουν την ανοσολογική ικανότητα του οργανισμού, ο καθετηριασμός της ουρήθρας ή οι διάφορες ουρολογικές επεμβάσεις μεταφέροντας μικρόβια και τραυματίζοντας και λύοντας τη συνέχεια του ουροθηλίου, της ενδοθηλιακής δηλαδή μεμβράνης που καλύπτει ολόκληρο τον ουρογεννητικό σωλήνα παρέχοντας έναν πολύ αποτελεσματικό φραγμό – αμυντικό μηχανισμό στην ανάπτυξη λοιμώξεων, προδιαθέτουν στην εγκατάσταση και πολλαπλασιασμό των μικροοργανισμών και τη δημιουργία λοίμωξης του ουροποιογεννητικού συστήματος.
Έτσι, συμπερασματικά μπορούν να διακριθούν δυο μορφές ουρολοίμωξης.
Στην πρώτη, τη μη επιπλεγμένη ουρολοίμωξη ο ασθενής έχει φυσιολογικό λειτουργικά και ανατομικά ουρογεννητικό σωλήνα και δεν παρουσιάζει καμιά συστηματική νόσο που να επηρεάζει την ανοσολογική του κατάσταση και να προδιαθέτει σε φλεγμονές. Συνήθως υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το escherichia coli, αλλά μπορεί να αναγνωρίζονται άλλα μικρόβια, όπως ο πρωτέας ή η κλεμπσιέλλα. Η ουρολοίμωξη αυτή απαντά ευνοϊκά στην κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και οι υποτροπές είναι σπάνιες.
Αντιθέτως, στη δεύτερη μορφή, την επιπλεγμένη ουρολοίμωξη, οι ασθενείς παρουσιάζουν κάποια λειτουργική (λ.χ. νευρογενή κύστη) ή ανατομική (λ.χ. υπερπλασία προστάτη, λιθίαση) δυσλειτουργία του ουροποιητικού συστήματος, κάποιο ξένο σώμα, λ.χ. ουροκαθετήρα, ή πάσχουν από κάποια συστηματική νόσο που προδιαθέτει στην ανάπτυξη λοίμωξης, για παράδειγμα σακχαρώδη διαβήτη. Το φάσμα των υπεύθυνων μικροοργανισμών είναι ευρύτερο, η ανταπόκριση στην αντιβιοτική αγωγή μπορεί να είναι πτωχή και υποτροπή της λοίμωξης είναι πιθανή.
Ποια είναι τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης και ποιοι παράγοντες καθορίζουν την βαρύτητα αυτής;
Η κλινική εμφάνιση και η βαρύτητα των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Έτσι, η λοιμογόνος δύναμη του υπεύθυνου μικροοργανισμού, η ανοσολογική κατάσταση του ασθενούς και η γενικότερη κατάσταση της υγείας του, η λήψη διαφόρων φαρμάκων ή ουσιών, η ύπαρξη ξένων σωμάτων (λ.χ. καθετήρα κύστεως), η ακεραιότητα του ουροθηλίου, οι τυχόν συνυπάρχουσες δυσλειτουργίες, ανατομικές ή λειτουργικές του ουροποιητικού συστήματος που εμποδίζουν την ελεύθερη ροή των ούρων καθορίζουν την έκταση της λοίμωξης και το είδος και την ένταση της αντίστοιχης συμπτωματολογίας.
Η φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να παρουσιάζεται με ποικιλία κλινικών σημείων. Βασικό ρόλο στη συμπτωματολογία της ουρολοίμωξης παίζει το σημείο του ουροποιητικού που εντοπίζεται η μικροβιακή φλεγμονή.
Έτσι, όταν εντοπίζεται στο κατώτερο ουροποιητικό, δηλαδή έως την ουροδόχο κύστη, προεξάρχουν τα κυστικά, ερεθιστικά ενοχλήματα της ούρησης, όπως η δυσουρία, η συχνουρία, η επιτακτικότητα που μπορεί να συνοδεύονται από υπερηβικό πόνο και μικροσκοπική ή μακροσκοπική αιματουρία. Η παρουσία συμπτωμάτων αποφρακτικού τύπου, όπως η ελάττωση της ακτίνας των ούρων, η δυσκολία στην έναρξη της ούρησης, η διακοπτόμενη ούρηση, η αδυναμία κένωσης της κύστης υποδηλώνουν τη συμμετοχή του προστάτη στη λοίμωξη. Η φλεγμονή της ουρήθρας, που ονομάζεται ουρηθρίτιδα, εμφανίζεται με καύσος κατά την ούρηση, συχνουρία και συχνά παρουσιάζεται ουρηθρικό έκκριμα. Ο πυρετός στις λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού είναι σπάνιος.
Αντιθέτως, η λοίμωξη του ανώτερου ουροποιητικού, δηλαδή των ουρητήρων και των νεφρών, καλείται οξεία πυελονεφρίτιδα, αποτελεί βαρύτερη κατάσταση και κυριαρχεί στην κλινική της εικόνα ο υψηλός πυρετός με ρίγος, ο οσφυϊκός πόνος και η καταβολή, ενώ ενίοτε συνοδεύεται από κυστικά ενοχλήματα.
Φυσικά ο παραπάνω διαχωρισμός είναι αδρός, αφού όπως έχουμε αναφέρει ο ουρογεννητικός σωλήνας κατασκευαστικά είναι ενιαίος και δυνητικά τα μικρόβια μπορούν άπαξ και προσβάλλουν κάποιο σημείο αυτού να επεκταθούν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο παρουσιάζοντας πιο σύνθετη κλινική εικόνα.
Ιδιαίτερη κλινική εικόνα παρουσιάζει η φλεγμονή του γεννητικού συστήματος. Έτσι, η λοίμωξη του προστάτη, δηλαδή η προστατίτιδα μπορεί να έχει οξεία μορφή με θορυβώδη κλινική εικόνα ή και χρόνια πιο ήπια μορφή. Στην οξεία προστατίτιδα ο ασθενής παρουσιάζεται με υψηλό πυρετό και ρίγος, αποφρακτικά συμπτώματα ούρησης που μπορεί να φτάσουν και έως την πλήρη αδυναμία ούρησης, την καλούμενη επίσχεση ούρων, πόνο στην περιοχή του περινέου και άλγος κατά την εκσπερμάτιση καθώς και αιμοσπερμία. Στη χρόνια προστατίτιδα τα συμπτώματα είναι πιο ήπια, η μεγάλη τους όμως χρονική διάρκεια με περιόδους εξάρσεων και υφέσεων τα καθιστούν ιδιαίτερα ενοχλητικά για τον ασθενή. Ο εντοπισμός της λοίμωξης στον όρχι και την επιδιδυμίδα εκτός από τα συμπτώματα από την κύστη εμφανίζεται με επώδυνη και φλεγμονώδη διόγκωση της επιδιδυμίδας και του σύστοιχου όρχι, συνοδευόμενης από υψηλό πυρετό.
Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτά τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν δεν είναι ειδικά των ουρολοιμώξεων. Η δυσουρία για παράδειγμα που θεωρείται ‘σήμα κατατεθέν‘ της ουρολοίμωξης μπορεί να αποτελεί εκδήλωση πολλών άλλων παθήσεων, όπως λ.χ. ουρηθρικών στενωμάτων, υπερπλασίας προστάτη, λιθίασης ή καρκινώματος in situ. Άρα, πρέπει να γίνει προσεκτική εκτίμηση και διαφορική διάγνωση πριν πάρει κάποιας επιπόλαια «μια αντιβίωση για να υποχωρήσουν τα τσουξιματάκια»
Πως γίνεται η διάγνωση της ουρολοίμωξης στους άνδρες;
Η διαγνωστική προσέγγιση των ουρολοιμώξεων βασίζεται, όπως και των υπολοίπων παθήσεων, στο λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και την κλινική εξέταση. Το είδος των συμπτωμάτων, η έντασή τους, η χρονική τους διάρκεια, η συχνότητα επανεμφάνισης – υποτροπής μαζί με το γενικότερο ιστορικό λήψης φαρμάκων ή συνύπαρξης άλλων παθολογικών καταστάσεων ή προηγούμενων χειρουργικών επεμβάσεων είναι οι αρχικές απαραίτητες πληροφορίες. Στη συνέχεια, ακολουθεί η κλινική εξέταση για να διερευνηθεί η φυσιολογική μορφολογία των έξω γεννητικών οργάνων, η φυσιολογική θέση και μορφολογία του έξω στομίου της ουρήθρας, η ύπαρξη ουρηθρικού εκκρίματος, διόγκωση του οσχέου και αναζητώνται σημεία ευαισθησίας στην ψηλάφηση των όρχεων- επιδιδυμίδων, της κοιλιακής, βουβωνικής ή οσφυϊκής χώρας. Η δακτυλική εξέταση του προστάτη συχνά θεωρείται επιβεβλημένη, παρέχοντας πληροφορίες τόσο για το μέγεθος και τη μορφολογία του προστάτη, όσο και για την ύπαρξη φλεγμονής αυτού και των σπερματοδόχων κύστεων.
Εργαστηριακά, η γενική ούρων, η Gram χρώση και η καλλιέργεια τους με σκοπό την ανάδειξη του παθογόνου μικροοργανισμού, που συμπληρώνεται από το τεστ ευαισθησίας στα αντιβιοτικά (αντιβιόγραμμα) είναι ο κυριότερος τρόπος διάγνωσης των ουρολοιμώξεων. Παράλληλα και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις, όπως η καλλιέργεια ουρηθρικού εκκρίματος με ανοσοφθορισμό για την απομόνωση άτυπων μικροοργανισμών και η καλλιέργεια προστατικού εκκρίματος μετά από μάλαξη του προστάτη καθώς και η καλλιέργεια σπέρματος, μπορεί να χρειαστούν για την αναγνώριση και τυποποίηση του υπεύθυνου παθογόνου μικροβιακού παράγοντα.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στους άνδρες οι ουρολοιμώξεις στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι επιπλεγμένες, γι’αυτό κρίνεται απαραίτητο ο έλεγχος να συμπληρώνεται με απεικονιστικές εξετάσεις του ουροποιητικού. Το υπερηχογράφημα νεφρών κύστεως προστάτη προ και μετά ούρηση αποτελεί την πρώτη εξέταση και αν κριθεί αναγκαίο μπορεί να συμπληρωθεί και από άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, λόγου χάριν ενδοφλέβιο πυελογραφία ή αξονική τομογραφία κοιλίας.
Ποιος είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος στους άνδρες.
Η κεντρική θεραπευτική λογική των λοιμώξεων του ουροποιογεννητικού συστήματος είναι η απομόνωση και τυποποίηση του υπεύθυνου μικροοργανισμού και η αντιμετώπιση του με τη χορήγηση του κατάλληλου αντιβιοτικού. Φυσικά, όπως προαναφέραμε, όταν η ουρολοίμωξη κρύβει παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος, όπως η λιθίαση ή η καλοήθης υπερτροφία προστάτου, επιβεβλημένη είναι η διάγνωση και αντίστοιχη αντιμετώπιση της υποκείμενης παθολογικής κατάστασης, παράλληλα με τη χορήγηση της κατάλληλης αντιβιοτικής φαρμακευτικής αγωγής. Το χρονικό διάστημα που ο ασθενής πρέπει να λαμβάνει το αντιβιοτικό καθώς και η οδός χορήγησης του ποικίλει αναλόγως του τύπου και της βαρύτητας της λοίμωξης.
Ναι μεν, αλλά: Τα αντιβιοτικά δεν είναι σε θέση πλέον να αντιμετωπίσουν τις ασθένειες.
Ξετρυπώστε την «κρυμμένη» αντιβίωση!
Αντικαταστήστε τα αντιβιοτικά με φυσική διατροφή!
Έτσι, για ένα απλό επεισόδιο κυστίτιδας μια εβδομάδα από του στόματος αντιβιοτική αγωγή μπορεί να αρκεί, στην περίπτωση όμως οξείας πυελονεφρίτιδας είναι απαραίτητος συνδυασμός ενδοφλεβίου και από του στόματος αντιβίωσης διάρκειας 6 έως και 12 εβδομάδων. Πολλά είναι τα φαρμακευτικά σκευάσματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αναλόγως του παθογόνου μικροοργανισμού, όπως η τετρακυκλίνες, οι κεφαλοσπορίνες, η κοτριμοξαζόλη κλπ. Πολύ χρήσιμα είναι αντιβιοτικά όπως οι κινολόνες που επιτυγχάνοντας υψηλές συγκεντρώσεις στο ουροποιητικό, έχοντας ευρύ αντιμικροβιακό φάσμα και περνώντας τον αιμοπροστατικό φραγμό είναι πολύ αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των λοιμώξεων του ουροποιογεννητικού συστήματος. Μακροχρόνια αγωγή μικρότερης δοσολογίας αντιβιοτικών, η καλούμενη χημειοπροφύλαξη, μπορεί να κριθεί αναγκαία σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το είδα: enallaktikidrasi.com